- τουφεκώ
- τουφεκώ και ντουφεκώ τουφεκίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουφεκώ — και ντουφεκώ, άω, Ν [τουφέκι / ντουφέκι] ρίχνω σφαίρες με το τουφέκι, πυροβολώ … Dictionary of Greek